- φυλλόπτωση
- η, Ν1. βοτ. η πτώση τών φύλλων τών πολυετών ποωδών και ξυλωδών φυτών ως αποτέλεσμα τών μεταβολών οι οποίες συντελούνται σε μια εξειδικευμένη εγκάρσια ζώνη τού φύλλου, στη ζώνη αποκοπής2. (φυτοπαθ.) νοσηρό φαινόμενο, που διακρίνεται από το φυσιολογικό λόγω τής πρόωρης και σε μεγάλο ποσοστό απόπτωσης τών φύλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -πτωση (< πτώση)].
Dictionary of Greek. 2013.