φυλλόπτωση

φυλλόπτωση
η, Ν
1. βοτ. η πτώση τών φύλλων τών πολυετών ποωδών και ξυλωδών φυτών ως αποτέλεσμα τών μεταβολών οι οποίες συντελούνται σε μια εξειδικευμένη εγκάρσια ζώνη τού φύλλου, στη ζώνη αποκοπής
2. (φυτοπαθ.) νοσηρό φαινόμενο, που διακρίνεται από το φυσιολογικό λόγω τής πρόωρης και σε μεγάλο ποσοστό απόπτωσης τών φύλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -πτωση (< πτώση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλλοβολία — η, ΝΜΑ [φυλλοβόλος] η φυλλόπτωση, το πέσιμο τών φύλλων κατά το φθινόπωρο αρχ. το να ραίνουν τους νικητές τών αγώνων με φύλλα και πέταλα λουλουδιών …   Dictionary of Greek

  • φυλλορροή — η, ΝΜ [φυλλορροῶ] το πέσιμο τών φύλλων κατά το φθινόπωρο, φυλλόπτωση …   Dictionary of Greek

  • φυλλορρόημα — το, Ν [φυλλορροώ] φυλλόπτωση …   Dictionary of Greek

  • φυλλορρόισμα — το, Ν φυλλόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλορροώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • φυλλόρροια — η, ΝΜΑ [φυλλορροῶ] φυλλόπτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”